μεσοπέλαγα

μεσοπέλαγα
στη μέση του πελάγους: Η βάρκα βούλιαξε μεσοπέλαγα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεσοπέλαγα — (Μ μεσοπέλαγα) βλ. μεσοπέλαγο …   Dictionary of Greek

  • μεσοπέλαγο — το (Μ μεσοπέλαγο και μεσοπέλαγος) 1. το μέσο τού πελάγους, η ανοιχτή θάλασσα 2. (στον πληθ. ως επίρρ.) μεσοπέλαγα και μεσοπέλαα στο μέσο τού πελάγους, καταμεσής τού πελάγους («σαν όντε μεσοπέλαγα δυο ανέμοι σηκωθούσι / αξάφνου, και με τη βροντή… …   Dictionary of Greek

  • μεσο- — και μεσό , α συνθετικό λέξεων που δηλώνει αυτό που βρίσκεται στη μέση ή μεταξύ: Μεσοπόλεμος, μεσονύχτι,μεσοκαλόκαιρο, μεσοπέλαγα κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”